γαζοφυλαξ

γαζοφυλαξ
    γαζοφύλαξ
    γαζο-φύλαξ
    -ᾰκος ὅ хранитель казны Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γαζοφυλαξ" в других словарях:

  • γαζοφύλαξ — γαζοφύλαξ, ο (AM) θησαυροφύλακας, ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • γαζοφύλαξ — treasurer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφυλάκων — γαζοφύλαξ treasurer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλακα — γαζοφύλαξ treasurer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλακας — γαζοφύλαξ treasurer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλακες — γαζοφύλαξ treasurer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλακι — γαζοφύλαξ treasurer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλακος — γαζοφύλαξ treasurer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλαξι — γαζοφύλαξ treasurer masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφύλαξιν — γαζοφύλαξ treasurer masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαζοφυλακώ — γαζοφυλακῶ ( έω) (Α) [γαζοφύλαξ] είμαι γαζοφύλαξ* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»